Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014
{Σκιά του δειλινού}
Εκεί που σμίγει ο καιρός με την ελπίδα
κει που ανταμώνει το σκοτάδι με το φως,
στέκει το βλέμμα σου μπροστά στην καταιγίδα
κι είναι τα μάτια σου κουρσάρων θησαυρός
Κύματα οι σκέψεις μου στα πέλαγα του νου
πως με σημάδεψες σκιά του δειλινού
Μάγια που λύθηκαν στη ρότα της καρδιάς,
καημοί που ντύθηκαν στο χρώμα της χαράς
Κι εγώ που γύριζα τις θάλασσες του κόσμου
και κυνηγούσα τους ανέμους του νοτιά,
σ'είδα ν'αστράφτεις και να κατοικείς εντός μου,
τη νύχτα πού'βαλα στα χρόνια μου φωτιά
Κύματα οι σκέψεις μου στα πέλαγα του νου
πως με σημάδεψες σκιά του δειλινού
Μάγια που λύθηκαν στη ρότα της καρδιάς,
καημοί που ντύθηκαν στο χρώμα της χαράς.
Γιάννης Γιαβάρας
κει που ανταμώνει το σκοτάδι με το φως,
στέκει το βλέμμα σου μπροστά στην καταιγίδα
κι είναι τα μάτια σου κουρσάρων θησαυρός
Κύματα οι σκέψεις μου στα πέλαγα του νου
πως με σημάδεψες σκιά του δειλινού
Μάγια που λύθηκαν στη ρότα της καρδιάς,
καημοί που ντύθηκαν στο χρώμα της χαράς
Κι εγώ που γύριζα τις θάλασσες του κόσμου
και κυνηγούσα τους ανέμους του νοτιά,
σ'είδα ν'αστράφτεις και να κατοικείς εντός μου,
τη νύχτα πού'βαλα στα χρόνια μου φωτιά
Κύματα οι σκέψεις μου στα πέλαγα του νου
πως με σημάδεψες σκιά του δειλινού
Μάγια που λύθηκαν στη ρότα της καρδιάς,
καημοί που ντύθηκαν στο χρώμα της χαράς.
Γιάννης Γιαβάρας
{Εκεί που φέγγει αλλιώτικα}
" Tα πιο μακρινά ταξίδια είναι πάντα εκείνα
που οραματίζεσαι μέσα στην άβυσσο της σκέψης.
Τα πιο απίθανα όνειρα τα φτιάχνεις, όταν εγκλωβίζεσαι
στην μοναξιά της ψυχής...
Σταλαγματιά η ζωή...μες τον απέραντο ωκεανό.
Μικρή ξύλινη βαρκούλα στην τρικυμία ...
Ανοιξε τα πανιά σου στη θύελλα..
Σάλπαρε προς τα εκεί που φέγγει αλλιώτικα..."
© copyright. Dimitra.
που οραματίζεσαι μέσα στην άβυσσο της σκέψης.
Τα πιο απίθανα όνειρα τα φτιάχνεις, όταν εγκλωβίζεσαι
στην μοναξιά της ψυχής...
Σταλαγματιά η ζωή...μες τον απέραντο ωκεανό.
Μικρή ξύλινη βαρκούλα στην τρικυμία ...
Ανοιξε τα πανιά σου στη θύελλα..
Σάλπαρε προς τα εκεί που φέγγει αλλιώτικα..."
© copyright. Dimitra.
κι όπως το δειλινό θα πέφτει...
Μόνο ένα γειά...
"Μην γράφεις τίποτα βαρύ
τίποτα που να εξηγεί
τίποτα να΄ναι πιο μεγάλο
κι΄απ΄τους δυο μας
Γράψε μια λέξη κι΄αστην
να κυλάει εντός μας
Γράψε ένα γειά
κι΄άσε να δείξει η ζωή
Να γράψεις μόνο ένα γειά
και να τ΄αφήσεις στο τραπέζι
κι όπως το φως του ήλιου θα παίζει
το γειά θα μοιάζει με καρδιά
Να γράψεις μόνο ένα γειά
και να τ΄αφήσεις στον καθρέπτη
κι΄οπως το δειλινό θα πέφτει
το γειά θα γίνεται φωτιά..."
Νίκος Μωραΐτης
"Μην γράφεις τίποτα βαρύ
τίποτα που να εξηγεί
τίποτα να΄ναι πιο μεγάλο
κι΄απ΄τους δυο μας
Γράψε μια λέξη κι΄αστην
να κυλάει εντός μας
Γράψε ένα γειά
κι΄άσε να δείξει η ζωή
Να γράψεις μόνο ένα γειά
και να τ΄αφήσεις στο τραπέζι
κι όπως το φως του ήλιου θα παίζει
το γειά θα μοιάζει με καρδιά
Να γράψεις μόνο ένα γειά
και να τ΄αφήσεις στον καθρέπτη
κι΄οπως το δειλινό θα πέφτει
το γειά θα γίνεται φωτιά..."
Νίκος Μωραΐτης
{Οσο κι αν θέλουμε ποτές δεν θα ιδωθούμε}
Συχνάζεις στο "Μικρό καφέ"
κι εγώ στη Μυροβόλο
έτσι που όσο κι αν θέλουμε
ποτές δε θα ιδωθούμε
Εγώ ξυπνάω απ' τις εφτά
κι εσύ το μεσημέρι
κι όταν τινάζω τα χαλιά
στο βόλεϊ πάντα τρέχεις
Στην παμπ πηγαίνεις στις εννιά
κι εγώ έντεκα με μία
έτσι που όσο κι αν θέλουμε
ποτές δε θα ιδωθούμε
Μα πού θα πάει ο καιρός
κι οι βουρλισμένοι χρόνοι
θε να 'ρθει κάποιο σούρουπο
ξανά ν' ανταμωθούμε
Αργύρης Μπακιρτζής
κι εγώ στη Μυροβόλο
έτσι που όσο κι αν θέλουμε
ποτές δε θα ιδωθούμε
Εγώ ξυπνάω απ' τις εφτά
κι εσύ το μεσημέρι
κι όταν τινάζω τα χαλιά
στο βόλεϊ πάντα τρέχεις
Στην παμπ πηγαίνεις στις εννιά
κι εγώ έντεκα με μία
έτσι που όσο κι αν θέλουμε
ποτές δε θα ιδωθούμε
Μα πού θα πάει ο καιρός
κι οι βουρλισμένοι χρόνοι
θε να 'ρθει κάποιο σούρουπο
ξανά ν' ανταμωθούμε
Αργύρης Μπακιρτζής
{Mη σπαταληθείς ανώφελα}
Xάθηκα ξανά σε λαβυρίνθους κι έχασα καιρό
Να σ’ αναζητώ άμοιρη ψυχή μου
Έχασα καιρό άμοιρη ψυχή μου
Θεέ μου πώς ποθώ μιαν ηλιαχτίδα
Tαίρι φωτεινό νά `χω φυλαχτό
Σε ηλιόλουστη πατρίδα
Σε ταξίδι μυστικό
Mε ουράνια πυξίδα
Θέλω να σε βρω να σου ζητήσω μια πνοή
Θέλω να ντυθώ του έρωτά σου τη μορφή
Θέλω να χαρώ μαζί σου την ανατολή
Φως μου ακριβό, αχ μη σπαταληθείς ανώφελα
Γιώργος Κορδέλας
Να σ’ αναζητώ άμοιρη ψυχή μου
Έχασα καιρό άμοιρη ψυχή μου
Θεέ μου πώς ποθώ μιαν ηλιαχτίδα
Tαίρι φωτεινό νά `χω φυλαχτό
Σε ηλιόλουστη πατρίδα
Σε ταξίδι μυστικό
Mε ουράνια πυξίδα
Θέλω να σε βρω να σου ζητήσω μια πνοή
Θέλω να ντυθώ του έρωτά σου τη μορφή
Θέλω να χαρώ μαζί σου την ανατολή
Φως μου ακριβό, αχ μη σπαταληθείς ανώφελα
Γιώργος Κορδέλας
{Το αστέρι κι ευχή}
Πρώτη φορά ,τόσοι πολλοί ,
Τις μέρες των γιορτών, για να περάσουμε μαζί.
Αρσενικά και θηλυκά περιτριγύριζαν.
Το ένα μετά τ' άλλο, ασταμάτητα.
Κι όλοι τους θέλανε κάτι να πουν κι εγώ να απαντήσω.
Πρώτη ήρθε μια κοπέλα, Το όνομά της ρομαντικό,
Μελαγχολία..Ήταν ήρεμη, ακίνητη, σαν παγωμένη σκιά.
Μετά ήρθε ένα αγόρι, παράξενο.
Αν και φαινότανε καχεκτικό κι αδύναμο,
σαν μου έσφιξε το χέρι, πόνεσα.
Πόνεσα μέχρι την καρδιά, που κόντεψε να σταματήσει.
Ήταν ο Πόνος, έτσι το βάφτισαν, έτσι συστήθηκε σε μένα!
Μετά ήρθε μιαν άλλη ομορφιά.
Περίεργο όνομα......Μνήμη, την έλεγαν.
Ήταν γεμάτη δώρα. Δώρα που δεν τα ήθελα.
Αλλά εκείνη επέμενε και μου τα πέρασε κορώνα !!!
Και δεν ξέρω αν ήτανε τα αγόρι,
που άρχισε να μου σφίγγει πιο πολύ το χέρι ή
τα στολίδια της κορώνας , οι αναμνήσεις που την στόλιζαν,
και άρχισαν να με τρελαίνουν.
Ευτυχώς, η Μελαγχολία αποχώρησε διακριτικά.
Παραχώρησε τη θέση της σε μιαν άλλη κυρία,
την λέγανε Απελπισία.
Η Οργή κι ο Έρωτας ήταν κι αυτοί εκεί ,
παρέα με τον Όλεθρο, την Ταπείνωση, την Αγανάκτηση
Την Λύπη και την Θλίψη!
Ξάφνου ένα μικρό κορίτσι μ' έσπρωξε...Τι θέλεις εσύ εδώ,
δεν σε γνωρίζω, της είπα. Πρώτη φορά σε βλέπω στην ζωή μου!
Ποια είσαι, ρώτησα...Με λένε Ελπίδα, έλα !
Έλα μαζί μου, έλα να σε δροσίσει ο αγέρας.
Βγες στο μπαλκόνι σου και κοίτα....
ΔΕΝ ΞΈΡΩ, νόμιζα πως κάτι είδα.
Μα τα μάτια μου, γέρικα και ξάγρυπνα ,δεν διέκριναν.
Περίεργα παιχνίδια μου παίζεις Ελπίδα,
γύρισα και είπα στην μικρή.
Φίλη με την Απελπισία είσαι, σαλέψατε τον Νου μου!
Και γύρισα να πέσω στο ντιβάνι!
Όμως, τα πόδια μου αλλού με οδήγησαν.
Ανυπόμονα κατέβηκαν τις σκάλες. Ξεχύθηκα στο δρόμο.
Κι όταν πλησίασα λαχανιασμένος,
για να δω..αυτό που νόμιζα πως είδα...τίποτα δεν υπήρχε! ¨Έψαξα....
Κι ύστερα γύρισα πίσω στο γιορτινό μου πάρτι....
με τον Πόνο, τον ¨Έρωτα, την Απελπισία, τον Όλεθρο
και όλους τους άλλους, ανεπιθύμητους επισκέπτες, να είναι ακόμη εκεί,
κεφάτοι, πρόθυμοι να μου χαρίσουνε τα δώρα τους,
μόνο η Ελπίδα δεν φαινόταν πουθενά......
και ξαφνικά, στις νότες ενός τραγουδιού, που σ' έστελνε για ύπνο,
εκεί κάτι ανέτειλε... Δεν μπορεί, δεν είναι δυνατόν...
Κι όμως είμαι σίγουρος...... ναι!!!
Και τότε ξαναφάνηκε η μικρή, η Ελπίδα!
Δεν είχε φύγει ποτέ από το σπίτι !
Απλά, κάπου είχε κρυφτεί...κάπου ξεκουραζόταν,
περιμένοντας και πάλι την σειρά της,
και μου είπε: Είδες που στα έλεγα....
Εγώ είμαι πολύ πιο μικρή από σένα!
Πρώτα θα πεθάνεις εσύ και μετά εγώ!!! Άντε σήκω.
Πάρε το όπλο σου και πολέμα!
Εδώ δεν είναι σύνορα! Σήκω και προχώρα!
Μια μάχη θα δώσεις ακόμη !
Μια μάχη που θέλεις να την κερδίσεις οπωσδήποτε!
Μια μάχη που είναι αποκλειστικά δική σου! Θα την αφήσεις έτσι;
Έτσι κι αλλιώς εγώ θα πεθάνω τελευταία...
σε κερδίζω όπως και να 'ναι. Προχώρα !!!!!! Κι είχε δίκαιο...
Ευανθία Ρεμπούτσικα
Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014
{Στα κατάρτια της άπνοιας}
Στα κατάρτια της άπνοιας
Μα τι γυρεύεις στο απάνεμο σπήλαιο;
Καταφύγιο χωρίς φεγγάρια.
Αναβλύζουν τα όνειρα.
Δαίμονες ντυθήκαν
για να μπορέσεις να ξορκίσεις
το δόλο της ζωής
την αρπαγή του αγέρα.
Νερό, νερό που σπάζει
στην άκρη της βαθιάς κουφάλας.
Νερό που αναβλύζει
τη λαχτάρα των εφησυχασμένων.
Νερό, καταφύγιο στα κατάρτια της άπνοιας.
Νερό, να ξεπλύνουμε την ξεβαμμένη σκόνη
της ακμής των αετών.
Νερό, νερό
να ξεπλύνουμε την ψυχή μας.
Από τη συλλογή Φαράγγια των Αγγέλων (2008)
Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα - Γιάννης Ποδιναράς
{Μια χρυσοθάλασσα}
Και να, του θεριστή του μήνα η ώρα,
των έργων και των κόπων η μητέρα.
Μια χρυσοθάλασσα είναι καρποφόρα
ο κάμπος, που γιορτάζει πέρα ως πέρα.
Υγείας κι ομορφιάς σχήματα τώρα,
τα στάχυα, που τρεμίζουν στον αγέρα,
με υποταγή προσμένουν την ημέρα
να δώσουν, ιερή θυσία, τα δώρα.
Και να, ο καλός σπορέας ο γέρος φτάνει
κι αστράφτει πιο πολύ η μορφή η χιονάτη,
παρά το καλοτρόχιστο δρεπάνι.
Μα κόβοντας το στάρι και την ήρα
για τον τσιγγάνο το φτωχό θ’ αφήσει κάτι,
για το πουλάκι του θεού και για την χήρα.
Αιμιλία Δάφνη
των έργων και των κόπων η μητέρα.
Μια χρυσοθάλασσα είναι καρποφόρα
ο κάμπος, που γιορτάζει πέρα ως πέρα.
Υγείας κι ομορφιάς σχήματα τώρα,
τα στάχυα, που τρεμίζουν στον αγέρα,
με υποταγή προσμένουν την ημέρα
να δώσουν, ιερή θυσία, τα δώρα.
Και να, ο καλός σπορέας ο γέρος φτάνει
κι αστράφτει πιο πολύ η μορφή η χιονάτη,
παρά το καλοτρόχιστο δρεπάνι.
Μα κόβοντας το στάρι και την ήρα
για τον τσιγγάνο το φτωχό θ’ αφήσει κάτι,
για το πουλάκι του θεού και για την χήρα.
Αιμιλία Δάφνη
{Βαδίζοντας προς το άγνωστο}
Ἔρχεται κάποτε ἡ στιγμὴ
ὅπου ἀναγκάζεσαι νὰ τὰ ἐγκαταλείψεις ὅλα...
Τόπο, σπίτι, φίλους, συγγενεῖς,
πεποιθήσεις, βολέματα καὶ στεγανά...
Εἶσαι νεκρός...
Καὶ προχωρᾶς, γυρίζοντας πίσω τὸ κεφάλι...
Πονᾶς γιὰ ὅσα ἐγκαταλείπεις...
Πῶς νὰ δεχτεῖς τὸν θάνατο;
Ὅλα ἀλλάζουν...
Πασχίζεις νὰ ἐπιστρέψεις,
ὅμως συναντᾶς ἐρείπια καὶ φαντάσματα...
Σχίζεις γῆ καὶ οὐρανὸ νὰ ξαναβρεῖς τὰ παλιά σου κομμάτια,
κουρέλια ἀπὸ παλιὰ ἐνδύματα...
Τότε συνειδητοποιεῖς
πὼς εἶσαι νεκρὸς πρὸς ὅλα ὅσα θυμᾶσαι
ἀκόμη καὶ συνάμα ζωντανὸς
σὰν ἕνα νεογέννητο ποὺ μόλις μαθαίνει νὰ ἀναγνωρίζει
τὴν ταυτότητα τῆς ὕπαρξής του...
Βαδίζοντας πρὸς τὸ ἄγνωστο
ἐπιλέγεις...
Ἀνάμεσα στὴ ζωὴ
καὶ τὸν θανατο τοῦ χτές...
Όλγα Κοντομάρη
ὅπου ἀναγκάζεσαι νὰ τὰ ἐγκαταλείψεις ὅλα...
Τόπο, σπίτι, φίλους, συγγενεῖς,
πεποιθήσεις, βολέματα καὶ στεγανά...
Εἶσαι νεκρός...
Καὶ προχωρᾶς, γυρίζοντας πίσω τὸ κεφάλι...
Πονᾶς γιὰ ὅσα ἐγκαταλείπεις...
Πῶς νὰ δεχτεῖς τὸν θάνατο;
Ὅλα ἀλλάζουν...
Πασχίζεις νὰ ἐπιστρέψεις,
ὅμως συναντᾶς ἐρείπια καὶ φαντάσματα...
Σχίζεις γῆ καὶ οὐρανὸ νὰ ξαναβρεῖς τὰ παλιά σου κομμάτια,
κουρέλια ἀπὸ παλιὰ ἐνδύματα...
Τότε συνειδητοποιεῖς
πὼς εἶσαι νεκρὸς πρὸς ὅλα ὅσα θυμᾶσαι
ἀκόμη καὶ συνάμα ζωντανὸς
σὰν ἕνα νεογέννητο ποὺ μόλις μαθαίνει νὰ ἀναγνωρίζει
τὴν ταυτότητα τῆς ὕπαρξής του...
Βαδίζοντας πρὸς τὸ ἄγνωστο
ἐπιλέγεις...
Ἀνάμεσα στὴ ζωὴ
καὶ τὸν θανατο τοῦ χτές...
Όλγα Κοντομάρη
{Κάμε μια βόλτα στο χωριό}
Δέκα χρόνια μετά από την κοίμηση των παππούδων μου, επισκέφτηκα και πάλι το αγαπημένο μου χωριό από το οποίο κατάγεται η μητέρα μου το Σιτοχώρι Σερρών. Εγώ γεννήθηκα και ζω εδώ στην Θεσσαλονίκη , αλλά τα καλοκαίρια μου τα περνούσα με τον αδερφό μου μαζί με τους υπέροχους γονείς της μητέρας μου.
Από καιρό μου καρφώθηκε στο μυαλό η σκέψη ότι θα ήταν όμορφα να ξαναπάω και να απαθανατίσω αυτό το αγαπημένο μέρος , το φορτωμένο με γλυκές, παιδικές αναμνήσεις. Ολα αυτά πάλι χάρη στη φωτογραφία. Η φωτογραφία , καταγράφει, επαναφέρει, αποτυπώνει , αποθηκεύει, προωθεί, παροτρύνει, δημιουργεί κίνητρα, συγκινήσεις και τόσα άλλα που αν τα σκεφτεί κανείς ίσως ν' απαριθμούν μια τεράστια λίστα.
Αλλά ας γυρίσω στην βόλτα στο χωριό. Εκεί έμαθα το ομαδικό παιχνίδι. Στη γειτονιά μας είμασταν 8 ξαδέρφια και άλλοι τόσοι φίλοι. Εκεί μου πρωτοείπε η γιαγιά μου για τον καημένο τον Χριστούλη που τον σταυρώσανε Μεγάλη Παρασκευή , όταν την ρώτησα γιατί χτυπάει όλη την μέρα η καμπάνα. Εκεί έψαλλα με όλη μου τη δύναμη σ' έναν απίστευτο ξελαρυγγιασμό τα εγκώμια. Ο παπάς του Αϊ Γιώργη που είχε και το όνομα του, ο παπα Γιώργης ακόμα εκεί, στο ιερό καθήκον έως τελευταίας αναπνοής. Δεν θα ξεχάσω την μελίρρυτη ζεστή χροιά του. Ούτε όμως και τον παλιό σκοτεινό γυναικωνίτη με τα σαρακοφαγωμένα σανίδια που έτριζαν σε κάθε βήμα. Το κερί με το οποίο φωτίζαμε τις καπνισμένες εικόνες.
Μα ούτε και την πελώρια βελόνα που μου τρύπησε τη φτέρνα καθώς βοηθούσα στο πέρασμα των φύλλων του καπνού της αγροτικής αυτής οικογένειας.
Αμ, τον καλοσυνάτο θείο μου που είχε τρύπιες τσέπες; Πως να τον ξεχάσω... να τα χαρτζιλίκια.. να τα κεράσματα. Τον "άπληστο" αδερφό μου να του ζητάει να του δώσει άλλα "πέντε".. " έχεις θείο ένα "πέντε" να μου δώσεις;" Εννοώντας 5 δραχμές φυσικά.
Εκεί μαλώναμε με τον παππού μας γιατί μας πίεζε να πίνουμε το γάλα της αγελάδας και εμείς ζητούσαμε Carnation !!!
Εκεί μας κυνήγησε η γιαγιά με την χειροποίητη την σκούπα γιατί της βγάζαμε το λάδι. Θα μπορούσα να θυμηθώ άλλα τόσα, αλλά τα υπόλοιπα θα τα κρατήσω βαθιά μέσα στην καρδιά μου ως πολύτιμο κειμήλιο... ως ανεκτίμητο θησαυρό!
Η συγκίνησή μου ήταν μεγάλη.
Angel P
Αυτή είναι η αγροτιά!!
Δεν ξεχωρίζει το χωράφι απ' τη καρδιά του
κι από τα στάχυα δε χωρίζει τα παιδιά του.
Η φαμίλια του κι η γη του, η γη του,
το καμάρι κι η ψυχή του, η ψυχή του.
Σπίτι-δουλειά, σπίτι-δουλειά,
αυτή είναι η αγροτιά.
Παλιό τ' αλέτρι, μα την κάνει τη δουλειά του,
σπουδάζει η κόρη κι έχει ο γιος τα ιδανικά του.
Η φαμίλια του κι η γη του, η γη του,
το καμάρι κι η ψυχή του, η ψυχή του.
Σπίτι-δουλειά, σπίτι-δουλειά,
αυτή είναι η αγροτιά.
Η φαμίλια του κι η γη του, η γη του,
το καμάρι κι η ψυχή του, η ψυχή του.
Σπίτι-δουλειά, σπίτι-δουλειά,
αυτή είναι η αγροτιά.
Στίχοι: Διονύσης Τζεφρώνης
κι από τα στάχυα δε χωρίζει τα παιδιά του.
Η φαμίλια του κι η γη του, η γη του,
το καμάρι κι η ψυχή του, η ψυχή του.
Σπίτι-δουλειά, σπίτι-δουλειά,
αυτή είναι η αγροτιά.
Παλιό τ' αλέτρι, μα την κάνει τη δουλειά του,
σπουδάζει η κόρη κι έχει ο γιος τα ιδανικά του.
Η φαμίλια του κι η γη του, η γη του,
το καμάρι κι η ψυχή του, η ψυχή του.
Σπίτι-δουλειά, σπίτι-δουλειά,
αυτή είναι η αγροτιά.
Η φαμίλια του κι η γη του, η γη του,
το καμάρι κι η ψυχή του, η ψυχή του.
Σπίτι-δουλειά, σπίτι-δουλειά,
αυτή είναι η αγροτιά.
Στίχοι: Διονύσης Τζεφρώνης
Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014
Τότε που τα στάχυα γέρνουν!
Ειρήνη είναι ένα ποτήρι ζεστό γάλα
κι ένα βιβλίο μπροστά στο παιδί που ξυπνάει,
τότε που τα στάχυα γέρνουν το ‘να στ’ άλλο λέγοντας:
το φως, το φως
και ξεχειλάει η στεφάνη του ορίζοντα φως,
Η ειρήνη είναι τα σφιγμένα χέρια των ανθρώπων
είναι το ζεστό ψωμί στο τραπέζι του κόσμου
είναι το χαμόγελο της μάνας
Τίποτ’ άλλο δεν είναι η ειρήνη.
Και τ’ αλέτρια που χαράζουν βαθιές αυλακιές σ’ όλη τη γη,
ένα όνομα μονάχα γράφουν:
Ειρήνη.
(Απόσπασμα από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Ειρήνη»)
κι ένα βιβλίο μπροστά στο παιδί που ξυπνάει,
τότε που τα στάχυα γέρνουν το ‘να στ’ άλλο λέγοντας:
το φως, το φως
και ξεχειλάει η στεφάνη του ορίζοντα φως,
Η ειρήνη είναι τα σφιγμένα χέρια των ανθρώπων
είναι το ζεστό ψωμί στο τραπέζι του κόσμου
είναι το χαμόγελο της μάνας
Τίποτ’ άλλο δεν είναι η ειρήνη.
Και τ’ αλέτρια που χαράζουν βαθιές αυλακιές σ’ όλη τη γη,
ένα όνομα μονάχα γράφουν:
Ειρήνη.
(Απόσπασμα από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Ειρήνη»)
Μην ξεχαστείς ...
Μαζεύω τα πεσμένα στάχυα να σου στείλω λίγο ψωμί,
μαζεύω με το σπασμένο χέρι μου ότι έμεινε απ' τον ήλιο
να σου το στείλω να ντυθείς. Έμαθα πως κρυώνεις.
Την πράσινή σου φορεσιά να την φορέσεις την Λαμπρή!
Θα τρέξουν μ' άνθη τα παιδιά. Θα βγουν τα περιστέρια,
κ' η μάνα σου με μια ποδιά, πλατιά, γεμάτη αγάπη!
Πάρε όποιο δρόμο, όποια κορφή, ρώτα όποιο δένδρο θέλεις.
Μ' ακούς; Οι δρόμοι όλης της γης
βγαίνουνε στην καρδιά μου!
Μην ξεχαστείς κοιτάζοντας το φως. Τ' ακούς; Ναρθείς!
Νικηφόρος Βρεττάκος
μαζεύω με το σπασμένο χέρι μου ότι έμεινε απ' τον ήλιο
να σου το στείλω να ντυθείς. Έμαθα πως κρυώνεις.
Την πράσινή σου φορεσιά να την φορέσεις την Λαμπρή!
Θα τρέξουν μ' άνθη τα παιδιά. Θα βγουν τα περιστέρια,
κ' η μάνα σου με μια ποδιά, πλατιά, γεμάτη αγάπη!
Πάρε όποιο δρόμο, όποια κορφή, ρώτα όποιο δένδρο θέλεις.
Μ' ακούς; Οι δρόμοι όλης της γης
βγαίνουνε στην καρδιά μου!
Μην ξεχαστείς κοιτάζοντας το φως. Τ' ακούς; Ναρθείς!
Νικηφόρος Βρεττάκος
Τι καλοκαίρι κι αυτό Θεέ μου!!!
..ΚΑΙ ΞΑΦΝΙΚΑ ΕΝΑΣ ΥΠΟΚΩΦΟΣ ΚΡΟΤΟΣ! ΥΓΡΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΣΚΟΡΠΙΣΤΗΚΑΝ ΣΤΑ ΦΥΛΛΑ, Ο ΑΕΡΑΣ ΜΟΣΧΟΒΟΛΗΣΕ ΚΑΘΑΡΟΣ, ΤΟ ΑΕΡΑΚΙ ΕΦΕΡΕ ΔΡΟΣΙΑ.
ΣΥΝΝΕΦΑ ΚΑΙ ΗΛΙΟΣ ΑΡΧΙΣΑΝ ΤΟ ΚΡΥΦΤΟΥΛΙ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ. Σ' ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΝΙΚΗΤΕΣ ΑΝΑΔΕΙΧΘΗΚΑΝ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ. ΣΚΟΤΕΙΝΙΑΣΕ, ΑΣΤΡΑΨΕ ΚΑΙ ΒΡΟΝΤΗΞΕ. ΚΡΟΥΝΟΙ ΑΝΟΙΞΑΝ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΣΕ ΛΙΓΑ ΛΕΠΤΑ ΗΡΘΕ Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ. ΑΔΕΙΑΣΑΝ ΟΙ ΠΑΡΑΛΙΕΣ, ΕΡΗΜΩΣΑΝ ΤΑ ΤΡΑΠΕΖΑΚΙΑ ΕΞΩ, ΧΑΘΗΚΑΝ ΟΙ ΑΡΓΟΡΥΘΜΟΙ ΠΕΖΟΙ, ΑΝΤΑΡΙΑΣΤΗΚΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ.
ΑΛΛΟ ΕΝΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΠΗΓΕ ΧΑΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΝΤΟΝΗ ΚΡΙΣΗ... ΤΙ ΚΙ ΑΝ ΡΟΔΙΣΑΝ ΤΑ ΑΠΟΜΕΙΝΑΡΙΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ; ΠΟΙΟΣ ΤΑ ΕΜΠΙΣΤΕΥΕΤΑΙ ΠΛΕΟΝ;
ΠΑΝΩ ΠΟΥ ΕΤΟΙΜΑΖΟΜΟΥΝ ΝΑ ΒΓΩ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΜΑΚΡΥ ΠΕΡΙΠΑΤΟ ΠΟΥ ΘΑ ΕΞΕΛΙΣΣΟΤΑΝ ΣΕ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΟ ΝΤΟΥΖ..
ΤΙ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΚΙ ΑΥΤΟ ΘΕΕ ΜΟΥ!!!
Φανή Χανού
Πάντα στην άκρη της απόγνωσης.....
Δε λέω ότι αγάπησα τον συνάνθρωπο. Είμαι όμως βέβαιη ότι τον ένοιωσα.
Ότι τον άκουσα. Ότι ήμουν πάντοτε εκεί. Απίκο, όποτε με φώναξε.
Τον άφησα να μου πλασάρει το ψέμα του, για να μπορέσει να σηκωθεί η ψυχή του. Μοιράστηκα την τρέλα του. Ήπια από το ποτήρι του.
Πέρασα υπονόμους, βούτηξα σε χαντάκια με θολά νερά, όμως δεν ξέχασα ποτέ τη μυρωδιά του γιασεμιού. Τη διαδρομή του ήλιου...
Πάντα στην άκρη της απόγνωσης, εκεί που τέλειωνε η αντοχή μου, έβλεπα ένα λευκό περιστέρι να έρχεται δειλά - δειλά προς τη μεριά μου.
Κι άπλωνα τα χέρια μου να το υποδεχτώ. Δεν έβγαλα σουγιά. Δε δίκασα.
Δε ζήτησα ρέστα, κάθε φορά που πλήρωσα λογαριασμό.
Κι αν δεν τήρησα κατά γράμμα τις δέκα εντολές, δε στράβωσε εξαιτίας μου ο γιαλός...
Αλκυόνη Παπαδάκη
Μαραμένα τριαντάφυλλα!
Μαραμένα τριαντάφυλλα
Χθες βράδυ, άργησα να κοιμηθώ.
Μια μουσική, μια μελωδία γλυκιά
όλο το είναι μου κατέκλυζε,
σαν μια κηλίδα που απλώνεται,
σαν αίμα απ’ ανοικτή πληγή που ρέει.
Κι ήσουν εσύ που τραγουδούσες
τότε, στα πρώτα χρόνια.
Σεπτέμβρης θα’ ταν, θυμάσαι;
Αυτό το βλέμμα, αυτά τα χάδια,
τα τριαντάφυλλα που έπεφταν
όταν εσύ γελούσες.
Κανένα τριαντάφυλλο δεν πέταξα,
όλα τα κράτησα, τα φύτευα στον κήπο.
Κάθε φορά που δείλιαζα,
κάθε φορά που τρόμαζα,
στον μυστικό το κήπο πάντοτε επέστρεφα
κι έπαιρνα θάρρος και ρούφαγα ελπίδα.
Τι κι αν εγέρασε και πάλιωσε το σπίτι;
Τι κι αν μαράθηκαν τα τριαντάφυλλα στον κήπο;
Εσύ, σα ρόδο αέναο ανθισμένο,
θα ‘σαι για πάντα πλάι μου.
Στη θύμηση, στην κάθε μου ανάσα,
μεσ’ στης ψυχής μου τα ανήλιαγα τα βάθη.
Ίων
Χθες βράδυ, άργησα να κοιμηθώ.
Μια μουσική, μια μελωδία γλυκιά
όλο το είναι μου κατέκλυζε,
σαν μια κηλίδα που απλώνεται,
σαν αίμα απ’ ανοικτή πληγή που ρέει.
Κι ήσουν εσύ που τραγουδούσες
τότε, στα πρώτα χρόνια.
Σεπτέμβρης θα’ ταν, θυμάσαι;
Αυτό το βλέμμα, αυτά τα χάδια,
τα τριαντάφυλλα που έπεφταν
όταν εσύ γελούσες.
Κανένα τριαντάφυλλο δεν πέταξα,
όλα τα κράτησα, τα φύτευα στον κήπο.
Κάθε φορά που δείλιαζα,
κάθε φορά που τρόμαζα,
στον μυστικό το κήπο πάντοτε επέστρεφα
κι έπαιρνα θάρρος και ρούφαγα ελπίδα.
Τι κι αν εγέρασε και πάλιωσε το σπίτι;
Τι κι αν μαράθηκαν τα τριαντάφυλλα στον κήπο;
Εσύ, σα ρόδο αέναο ανθισμένο,
θα ‘σαι για πάντα πλάι μου.
Στη θύμηση, στην κάθε μου ανάσα,
μεσ’ στης ψυχής μου τα ανήλιαγα τα βάθη.
Ίων
Στο σταθμό φάντασμα!!!
Εκείνη: Σαν τρένο μες στο σταθμό
είν’ η ζωή μου,
βαγόνι χωρίς συρμό
η διαδρομή μου.
Σαν τρένο
με θλιβερούς λαθρεπιβάτες,
ταξίδι μοναχικό
χωρίς προορισμό.
Το τρένο απ’ το σταθμό
σε λίγο φεύγει.
Δεν ήρθες
για να σ’ το πω:
ακόμα σ’ αγαπώ.
Εκείνος: Λοιπόν, το ξέρω:
μ’ αγαπάς πολύ,
ακόμα κι αυτό φαίνεται.
Η αγάπη όμως είναι σαν το τρένο:
περνάει, φεύγει κι έρχεται.
Έχω κάνει ανάμνηση
το να σ’ αγαπώ.
Κούκλα, συγγνώμη,
δε θα μπω σ’ αυτό το βαγόνι.
Η ιδέα αυτή με φοβίζει,
με πνίγει, μ’ αγχώνει.
Μην κλαις, γλυκιά μου,
εσύ δεν φταις.
Μάλλον φοβάμαι,
δεν θά ’ρθω στο σταθμό.
Θα σε θυμάμαι.
Στίχοι ΠΗΓΑΣΟΣ
είν’ η ζωή μου,
βαγόνι χωρίς συρμό
η διαδρομή μου.
Σαν τρένο
με θλιβερούς λαθρεπιβάτες,
ταξίδι μοναχικό
χωρίς προορισμό.
Το τρένο απ’ το σταθμό
σε λίγο φεύγει.
Δεν ήρθες
για να σ’ το πω:
ακόμα σ’ αγαπώ.
Εκείνος: Λοιπόν, το ξέρω:
μ’ αγαπάς πολύ,
ακόμα κι αυτό φαίνεται.
Η αγάπη όμως είναι σαν το τρένο:
περνάει, φεύγει κι έρχεται.
Έχω κάνει ανάμνηση
το να σ’ αγαπώ.
Κούκλα, συγγνώμη,
δε θα μπω σ’ αυτό το βαγόνι.
Η ιδέα αυτή με φοβίζει,
με πνίγει, μ’ αγχώνει.
Μην κλαις, γλυκιά μου,
εσύ δεν φταις.
Μάλλον φοβάμαι,
δεν θά ’ρθω στο σταθμό.
Θα σε θυμάμαι.
Στίχοι ΠΗΓΑΣΟΣ
Ρίζες της ζωής!
Αγριες και ροζιασμένες, τις οποίες μετέτρεψε σε μαρτυρικές φυσιογνωμίες, γέρικα πρόσωπα και ανθρωπόμορφα τέρατα. «Η ρίζα έχει κάτι απ' τα απώτερα μυστικά της ανθρώπινης ύπαρξης, κάτι απ' τις "ρίζες της ζωής" - κάτι πρωτόγονο ή μάλλον αρχέγονο, καταγωγικό - μια συστολή, μια αγωνία, μιαν αισθησιακή αδηφαγία - το ακαταμάχητο, το τυφλό και πολυόμματο ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της διαιώνισης, αμεταμφίεστο, απροσποίητο, ολόγυμνο, κτηνώδες, αισχρό, θεϊκό».
Γιάννης Ρίτσος
Και πολλά τα λιόδεντρα....
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν' απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το 'χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ' ακριβό του τ' όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν' απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη.
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
(απόσπασμα από το Άξιον Εστί - Η γένεσις - Οδυσσέας Ελύτης)
Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014
{Angels & Demons}
Αν λίγο ψάξεις μέσα σου,
θεό και διάβολο θα βρεις αιώνια να παλεύουν.
Φως και σκοτάδι αλάβαστρο,
στην κόχη να κερδίζει το ένα τ’ άλλο τη φορά.
Όταν τα σκήπτρα του το φως υψώνει, γαληνεύεις
σα να βυθίζεσαι βαθιά σε θάλασσα γαλάζια.
Κι όταν σα λύκος που ορμά μοιάζεις να δυναμώνεις,
είναι το σκότος που νικά και υψώνει τα δικά του.
Μα το σκοτάδι έχει σκιές που γίνονται πελώριες.
Κι όσο κι αν ψάχνεις να κρυφτείς, θα έρχονται σιμά σου.
Στο φως έλα και διάλεξε, που να κρυφτείς δεν έχει.
Εκεί τα πάντα φαίνονται και οι σκιές πεθαίνουν.
Κι ίσως να φτάσει η στιγμή που πια δε θα παλεύουν
Θεός και διάβολος μαζί…
© Στέβη Σαμέλη
Ιερά μου φαίνονται τα δέντρα....
Ιερά μου φαίνονται μόνο τα δέντρα
όπως εκείνο που έβλεπα όταν ήμουν παιδί
απ’ το παράθυρό μου
να μη βγάζει ποτέ φύλλα
έστεκε απέναντι, στο χάλασμα,
σα να περίμενε κάτι
κι εγώ προσευχόμουν οι θεοί να το λυπηθούν,
ώσπου το είδα ένα πρωί να γίνεται,
το ξερό και το στέρφο,
όλο ατόφιο ασήμι
κι αντί για φύλλωμα να στέκουν πάνω του
αστέρια αεικίνητα
κι είπα από μέσα μου
«τι σου είναι ο κόσμος»
απόσπασμα από (Στρ. Πασχάλης, Κοιτάζοντας δάση, Μεταίχμιο)
όπως εκείνο που έβλεπα όταν ήμουν παιδί
απ’ το παράθυρό μου
να μη βγάζει ποτέ φύλλα
έστεκε απέναντι, στο χάλασμα,
σα να περίμενε κάτι
κι εγώ προσευχόμουν οι θεοί να το λυπηθούν,
ώσπου το είδα ένα πρωί να γίνεται,
το ξερό και το στέρφο,
όλο ατόφιο ασήμι
κι αντί για φύλλωμα να στέκουν πάνω του
αστέρια αεικίνητα
κι είπα από μέσα μου
«τι σου είναι ο κόσμος»
απόσπασμα από (Στρ. Πασχάλης, Κοιτάζοντας δάση, Μεταίχμιο)
Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014
{Love story}
Τις νύχτες πάντα ξαγρυπνούσες
σαν κόντευε η γαζία να μπουμπουκιάσει
κι ας είχαν σαπίσει τα παράθυρα, οι τοίχοι,
η στέγη που έτριζε, η πίστη σου...
Το ίδιο φεγγάρι που μάτωνε κάποτε
στ’ αγκάθια της τριανταφυλλιάς
τώρα άναβε μέσα σου κόκκινο φως
καθώς ακουμπούσες τα όνειρα σου
στις ελπίδες εκείνων που θα ερχόταν
δίνοντας τους μια ύστατη ευκαιρία...
Τι άλλο σου είχε μείνει να περιμένεις;
Ολα όσα σου είχαν πάρει οι άνθρωποι
ίσως κάποια αυγή, μετανοιωμένοι,
να τ’ άφηναν αληθινή ζωή ν’ ανθίσουν!"
Σπύρος Ποταμίτης
σαν κόντευε η γαζία να μπουμπουκιάσει
κι ας είχαν σαπίσει τα παράθυρα, οι τοίχοι,
η στέγη που έτριζε, η πίστη σου...
Το ίδιο φεγγάρι που μάτωνε κάποτε
στ’ αγκάθια της τριανταφυλλιάς
τώρα άναβε μέσα σου κόκκινο φως
καθώς ακουμπούσες τα όνειρα σου
στις ελπίδες εκείνων που θα ερχόταν
δίνοντας τους μια ύστατη ευκαιρία...
Τι άλλο σου είχε μείνει να περιμένεις;
Ολα όσα σου είχαν πάρει οι άνθρωποι
ίσως κάποια αυγή, μετανοιωμένοι,
να τ’ άφηναν αληθινή ζωή ν’ ανθίσουν!"
Σπύρος Ποταμίτης
{H θάλασσα και η αγάπη}
Aυτούς που ονειρεύονται τους αναγνωρίζεις... έχουν στα μάτια τους ένα
πέπλο θλίψης...έχουν την μελαγχολία αποκοιμισμένη στην άκρη των
χειλιών..... έχουν το ύφος του ανθρώπου που ψάχνει απελπισμένα. Tο
ονείρεμα είναι κουραστικό, δεν είναι για τον καθένα. Eίναι για
θαρραλέους, όπως η θάλασσα κ η αγάπη.
Pομπέρτο Μπενίνι
Pομπέρτο Μπενίνι
Αλιευτές ονείρων!!!
" Ἄλλοτε ἡ θάλασσά μας εἶχε σηκώσει στὰ φτερά της
Μαζί της κατεβαίναμε στὸν ὕπνο
Μαζί της ψαρεύαμε τὰ πουλιὰ στὸν ἀγέρα
Τὶς ἡμέρες κολυμπούσαμε μέσα στὶς φωνὲς καὶ τὰ χρώματα
Τὰ βράδια ξαπλώναμε κάτω ἀπ' τὰ δέντρα καὶ τὰ σύννεφα
Τὶς νύχτες ξυπνούσαμε γιὰ νὰ τραγουδήσουμε
Ἦταν τότε ὁ καιρὸς τρικυμία χαλασμὸς κόσμου
Καὶ μονάχα ὕστερα ἡσυχία
Ἀλλὰ ἐμεῖς πηγαίναμε χωρὶς νὰ μᾶς ἐμποδίζει κανεὶς
Νὰ σκορπᾶμε καὶ νὰ παίρνουμε χαρὰ
Ἀπὸ τοὺς βράχους ὡς τὰ βουνά μας ὁδηγοῦσε ὁ Γαλαξίας
Καὶ ὅταν ἔλειπε ἡ θάλασσα ἦταν κοντὰ ὁ Θεὸς..."
Γιώργος Σαραντάρης
Μαζί της κατεβαίναμε στὸν ὕπνο
Μαζί της ψαρεύαμε τὰ πουλιὰ στὸν ἀγέρα
Τὶς ἡμέρες κολυμπούσαμε μέσα στὶς φωνὲς καὶ τὰ χρώματα
Τὰ βράδια ξαπλώναμε κάτω ἀπ' τὰ δέντρα καὶ τὰ σύννεφα
Τὶς νύχτες ξυπνούσαμε γιὰ νὰ τραγουδήσουμε
Ἦταν τότε ὁ καιρὸς τρικυμία χαλασμὸς κόσμου
Καὶ μονάχα ὕστερα ἡσυχία
Ἀλλὰ ἐμεῖς πηγαίναμε χωρὶς νὰ μᾶς ἐμποδίζει κανεὶς
Νὰ σκορπᾶμε καὶ νὰ παίρνουμε χαρὰ
Ἀπὸ τοὺς βράχους ὡς τὰ βουνά μας ὁδηγοῦσε ὁ Γαλαξίας
Καὶ ὅταν ἔλειπε ἡ θάλασσα ἦταν κοντὰ ὁ Θεὸς..."
Γιώργος Σαραντάρης
Να είσαι βάρκα...
"Να είσαι βάρκα ...
Να πηγαίνεις με το ρεύμα.
Να πηγαίνεις με το κύμα.
Ακόμα και όταν στραβώσει ή χαθεί το κουπί!
Οι βάρκες δεν γεννήθηκαν για να ριζώσουν.
Οι βάρκες δεν μεγάλωσαν για να γεράσουν στο χώμα.
Οι βάρκες κλυδωνίζονται, χτυπιούνται αλύπητα από τα αλάτια
και τους αέρηδες.
Φοβάσαι. Το ξέρω.
Λυπάσαι τις σκασμένες, τις πολυκαιρισμένες βάρκες.
Αυτές δε λυπούνται!
Έχουν να σου διηγηθούν ιστορίες ....
Τους αρέσει η διήγηση.
Είναι μια περιπέτεια κι αυτή!
Ζουν και ξαναζούν τα ταραχώδη πέλαγα.
Να είσαι βάρκα.
Να λύνεις τους κάβους και να χάνεσαι!
Να ελπίζεις στο γαλάζιο.
Να επιθυμείς το άγνωστο.
Νέους ιθαγενείς,
πολύχρωμα στολίδια και παπαγάλους!
Κι αν διαλυθείς κι αν πέσεις
-που θα πέσεις στο τέλος δεν το γλιτώνεις, έτσι κι αλλιώς-
θα ξέρεις πως κάποτε ταξίδεψες πολύ!"
Ιris
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)