Μ' έκλεισε μέσα η βροχή
και μένω τώρα να εξαρτιέμαι από σταγόνες.
Όμως πού ξέρω αν αυτό είναι βροχή
ή δάκρυα από τον μέσα ουρανό μιας μνήμης;
Μεγάλωσα πολύ για να ονομάζω
τα φαινόμενα χωρίς επιφύλαξη,
αυτό βροχή, αυτό δάκρυα.
Όταν δεν νιώθεις το άρωμα της βροχής, κινδυνεύει η ψυχή σου.
Θέλω μια ρωγμή εγώ στην ψυχή, να μπαίνει μέσα η βροχή.
Ένα σηκωμένο κεραμίδι, που να μπορούν να χτίσουν τη φωλιά τους τα πουλιά."
«Τι παλιόκαιρος σήμερα… Βρέχει από το πρωί. Δεν ξέρω γιατί, αλλά η νοσταλγία έχει το άρωμα της βροχής…»
Όποιος πιστεύει πως η λιακάδα φέρνει την ευτυχία, δεν έχει χορέψει στη βροχή....
Να βρέχει θέλω όταν. Όχι δυνατά. Μίζερα να βρέχει, αποτυχημένα.. όχι
παραπάνω από σταγόνες σαν εκείνες που συμπαραστάθηκαν σε κάθε λιγοστό
σημείο της ζωής μου. Σταγόνες θέλω να μεταφέρουν στον ώμο τους με
ευλάβεια όλων μαζί των μεγάλων θλίψεων τη μικροσκοπική σωρό, αντί
λουλούδια άγριες σταγόνες του αγρού θέλω να με οδηγούν... προφυλαγμένη
απ’ τις θανατηφόρες λακκούβες της μακαρίας οδού, όπως προφύλαξα κι εγώ
τη μικρότητά τους μην πνιγεί σε μεγάλο ονείρων κατακλυσμό μία σταγόνα, η
τελευταία όμως, θέλω να μου δώσει τον δίδυμό της ασπασμό.
Κική Δημουλά " Αλλήλων τα βαρη" (Από τη συλλογή «Τα εύρετρα», Εκδόσεις Ίκαρος, 2010)
Μια νύχτα θα κάνουμε μια μεγάλη σκέψη, αλλά δεν πρέπει να την πούμε
πουθενά (είναι η μόνη δικαιοσύνη), ύστερα θα βγούμε στους δρόμους, θα
βρέχει κι η βροχή έχει κι εκείνη την ιδιωτική της ζωή, ενώ εμείς δεν
είχαμε, θ’ αργοπορήσουμε μπροστά σ’ ένα φαρμακείο, μιας κι είμαστε
θνητοί και αφού οι ουρανοί γνωρίζουν την αθωότητά μας, τέλος, όπως θα
ξημερώνει, θα χτυπήσουμε την πόρτα του σπιτιού μας, αλλά κανείς δε θα
μας γνωρίζει – είναι απίστευτο σαν τις μεγάλες μέρες που ζήσαμε. Αντίο,
λοιπόν. Ας ανοίξουμε την ομπρέλα μας κι ας προσπεράσουμε βιαστικά το
τέλος μιας εποχής.