«Αταξίδευτη βάρκα»
Τη βάρκα που λαχτάριζες, τώρα δεν την ορίζεις
έσπασε το τιμόνι της, κουρέλια το πανί,
τη βούλιαξαν τα κύματα προτού την ταξιδέψεις
και γοερά τη θρήνησαν, ακόμα κι οι θεοί!
Τον τρίσβαθο αναστεναγμό τώρα να τον ξεχάσεις,
το σιγαλό τραγούδισμα, δε θα το ξαναπεί
τ’ ολόγυμνό της σκέλεθρο στ’ αγέρι έχει σαπίσει
κι οι μπόρες στα μεσούρανα το κάναν Αστραπή.
Του Παναγιώτη Μιχ. Πελεκάνου που τ΄αγάπησε.
Τη βάρκα που λαχτάριζες, τώρα δεν την ορίζεις
έσπασε το τιμόνι της, κουρέλια το πανί,
τη βούλιαξαν τα κύματα προτού την ταξιδέψεις
και γοερά τη θρήνησαν, ακόμα κι οι θεοί!
Τον τρίσβαθο αναστεναγμό τώρα να τον ξεχάσεις,
το σιγαλό τραγούδισμα, δε θα το ξαναπεί
τ’ ολόγυμνό της σκέλεθρο στ’ αγέρι έχει σαπίσει
κι οι μπόρες στα μεσούρανα το κάναν Αστραπή.
Του Παναγιώτη Μιχ. Πελεκάνου που τ΄αγάπησε.